ὑπερασπίσω

ὑπερασπίσω
ὑ̱περασπίσω , ὑπερασπίζω
cover with a shield
aor ind mid 2nd sg
ὑπερασπίζω
cover with a shield
aor subj act 1st sg
ὑπερασπίζω
cover with a shield
fut ind act 1st sg
ὑπερασπίζω
cover with a shield
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δέω — (I) δέω (AM) Ι. μσν. παρακαλώ κάποιον για κάτι («δέομεν, παρακαλοῡμεν νὰ ὁρίσης») αρχ. 1. έχω έλλειψη, στερούμαι 2. φρ. α) «πολλοῡ δέω» έχω μεγάλη ανάγκη β) «παντὸς δέω» έχω πλήρη έλλειψη γ) «πολλοῡ δέω... ὑπὲρ ἐμαυτοῡ ἀπολογεῑσθαι» πολύ απέχω… …   Dictionary of Greek

  • αλκή — η (Α ἀλκή) η σωματική ισχύς που μετουσιώνεται σε δράση 2. ψυχική δύναμη, ανδρεία, θάρρος, ευψυχία (σε διάκριση από τη ρώμη που σημαίνει απλώς τη σωματική δύναμη νεοελλ. ακμή τών σωματικών δυνάμεων, ρώμη, ευρωστία, σφρίγος αρχ. 1. η δύναμη γενικά… …   Dictionary of Greek

  • αυτομαχώ — αὐτομαχῶ ( έω) (Α) μάχομαι για να υπερασπίσω τον εαυτό μου στο δικαστήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο * + μαχώ < μαχος < μάχομαι] …   Dictionary of Greek

  • παραβλώσκω — Α βαδίζω κοντά σε κάποιον, συνοδεύω κάποιον προκειμένου να τόν βοηθήσω ή να τόν υπερασπίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + βλώσκω «έρχομαι»] …   Dictionary of Greek

  • περιβάλλω — ΝΜΑ [βάλλω] 1. θέτω, τοποθετώ κάτι ολόγυρα ή πάνω από κάτι άλλο 2. περικλείω, περικυκλώνω, ζώνω 3. καλύπτω, σκεπάζω κάτι ολόγυρα, επικαλύπτω, περικαλύπτω (α. «μέ περιβάλλει βαθύ σκοτάδι» β. «ἤδη γάρ με περιβάλλει σκότος», Ευρ.) 4. ντύνω, ενδύω… …   Dictionary of Greek

  • σκήπτω — Α 1. στηρίζω κάτι πάνω σε κάτι άλλο 2. (με αιτ. πράγματος) χρησιμοποιώ κάτι ως πρόφαση, ως πρόσχημα («τὴν βίαν σκήψασ ἔχεις», Ευρ.) 3. εξακοντίζω, εκσφενδονίζω, εκτοξεύω («μήθ ὑπὲρ ἄστρων βέλος ἠλίθιον σκήψειεν», Αισχύλ.) 4. (για αρρώστια,… …   Dictionary of Greek

  • υλομαχώ — έω, Α καταφεύγω στο δάσος και μάχομαι για να υπερασπίσω τον εαυτό μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + μαχῶ (< μάχος < μάχομαι), πρβλ. ξιφο μαχῶ] …   Dictionary of Greek

  • υπεραγωνίζομαι — ΜΑ αγωνίζομαι για να υπερασπίσω κάποιον ή κάτι (α. «ὑπερηγωνίζοντο αὐτοῡ καὶ μεταστάντος», Αππ. β. «τῶν ἀποστολικῶν ὑπεραγωνιζόμενοι δογμάτων», Θεοδώρ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”